Δηιόταρος

Δηιόταρος
Δηϊόταρος , Δηϊόταρος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Δηιόταρος — (; – 40 π.Χ.). Ένας από τους τετράρχες της μικρασιατικής Γαλατίας. Είχε ελληνική μόρφωση και ήταν φίλος των Ρωμαίων και ιδιαίτερα του Πομπήιου. Του απονεμήθηκε ο τίτλος του βασιλιά από τη Σύγκλητο και του παραχωρήθηκαν μεγάλες περιοχές της Μικράς …   Dictionary of Greek

  • Deiotaros — Philorhomaios (griechisch Δηιόταρος Φιλορώμαιος „Deiotaros Römerfreund“; lateinisch Deiotarus; † 40 v. Chr. ) war ein Tetrarch der Tolistoagier in Galatien und erhielt wegen der wichtigen Dienste, die er den römischen Feldherren Sulla, Publius… …   Deutsch Wikipedia

  • Deiotarus — Deiotaros (griechisch Δηιόταρος; lateinisch Deiotarus; † 40 v. Chr. ) war ein Tetrarch der Tolistoagier in Galatien und erhielt wegen der wichtigen Dienste, die er den römischen Feldherren Sulla, Publius Servilius Vatia, Lucius Licinius Murena,… …   Deutsch Wikipedia

  • Galater — Die römische Provinz Galatia Galater (griech. Γαλάται, Galatai) ist die Bezeichnung für die Nachfahren der 20.000 keltischen Söldner vom Stamm der Volcae, die 278 v. Chr. von König Nikomedes I. von Bithynien angeheuert wurden. Sie ließen sich im… …   Deutsch Wikipedia

  • ДЕЙОТАР —    • Deiotărus,          Δηϊόταρος, тетрарх галатийский, ревностный приверженец римлян, самым деятельным образом помогал римским полководцам, воевавшим в Азии с Митридатом. За это он получил от Лукулла и Помпея, пользовавшихся его помощью, немало …   Реальный словарь классических древностей

  • Дейотар — (греч. Δηιόταρος)  царь Галатии, правивший в середине I века до н. э.. Сначала Дейотар был лишь тетрархом одной из частей Галатии. Он укрепил свою армию, а ставку основал в крепости Блусий. Впрочем, вскоре он заключил мир с Римской …   Википедия

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

  • Γαλατία — I (λατ. Gallia). Ονομασία που έδωσαν οι Ρωμαίοι στις χώρες όπου κατοικούσαν τα κελτικά φύλα των Γαλατών τόσο στη δυτική Ευρώπη (μεταξύ Ρήνου, Ατλαντικού ωκεανού, Πυρηναίων, Μεσογείου και Άλπεων), τη λεγόμενη εκείθεν των Άλπεων Γ. (Gallia… …   Dictionary of Greek

  • Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …   Dictionary of Greek

  • Δηιοτάρου — Δηϊοτάρου , Δηϊόταρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”